- τομάρια
- τομάριονsmall volumeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
εφτατόμαρος — η, ο αυτός που έχει γίνει με επτά δέρματα, που αποτελείται από εφτά τομάρια («δυνατότερο από την εφτατόμαρη ασπίδα τού Αίαντα», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα * + τομάρι] … Dictionary of Greek
Λευκές — Ονομασία δύο νησιωτικών συμπλεγμάτων κατά την αρχαιότητα. 1. Συστάδα τριών μικρών νησιών, τα οποία βρίσκονται στη βόρεια ακτή της Κρήτης, στον κόλπο της Σούδας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, σχηματίστηκαν όταν οι Σειρήνες έχασαν τα φτερά τους και… … Dictionary of Greek
βυρσοδεψώ — ησα, κατεργάζομαι δέρματα, αργάζω πετσιά ή τομάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)